- λογίζεται
- λογίζομαιcountpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογίζεθ' — λογίζεται , λογίζομαι count pres ind mp 3rd sg λογίζετο , λογίζομαι count imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίζετ' — λογίζεται , λογίζομαι count pres ind mp 3rd sg λογίζετο , λογίζομαι count imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… … Dictionary of Greek
въмѣнитисѧ — ВЪМѢН|ИТИСѦ (75), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1. Быть посчитанным, признанным, принятым (за кого л., что л.); быть приравненным (к кому л., чему л.): [о слове] достоино же въмѣнис˫а вс˫акого. и толико слѹхъ наслажающѹс˫а. больми лѹче и чьстьнѣи. (λελόγισται)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
въмѣнѧтисѧ — ВЪМѢНѦ|ТИСѦ (25), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1. Считаться кем л., чем л.; рассматриваться в качестве кого л., чего л.; приравниваться к кому л., чему л.: хотѩщимъ поставити(с). ст҃лмъ. врѣдъ телѣсныи н(а) възбраненiе вмѣнѩѥть(с). КР 1284, 48г; аще ѹмреть ѿ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
въчисти — (7), ВЪЧЬТ|ОУ, ЕТЬ гл. Причислить, отнести к числу кого л., чего л.: нѣциі себе въ мнишьскыи санъ въчтоша. КР 1284, 64б; Не подобаѥть еп(с)пѹ. чюжего причетника приимати… да никто же то||го не створить. и чюжего въ съвои причетъ въчетъ. [так!]… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PERIAPTA — Graeca vox Περίαπτα, aliter περιάμματα, a verbo περιάπτω, appendo; interdum ἐξαρτήματα, eâdem notione; etiam ἀποτροπᾶια, ab ἀποτρέπειν, amoliri, und Latinis Amoleta, vulgo amuleta: remedia dicuntur, quibus collo annexi Medici Magi mobos fugare… … Hofmann J. Lexicon universale
εμφαίνω — (AM ἐμφαίνω) 1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου») 2. απρόσ. εμφαίνεται φαίνεται, είναι φανερό μσν. 1. (για φως) εκπέμπω 2. σχηματίζω 3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι 4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω αρχ.… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
καταπίστευμα — το 1. γεν. το πράγμα το οποίο, ή την εκτέλεση τού οποίου, εμπιστεύεται κάποιος σε άλλον 2. κληροδοσία, κληροδότημα, ό,τι κληροδοτείται από τον διαθέτη σε άλλον 3. ρωμ. δίκ. η κληροδοσία που συνιστά ο διαθέτης με τη διαθήκη του χωρίς να… … Dictionary of Greek